- ἀπεικονισμένος
- ἀ̱πεικονισμένος , ἀπεικονίζωrepresent in a statueperf part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απεικονίζομαι — απεικονίζομαι, απεικονίστηκα, απεικονισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής